- υπεράφθονος
- ος , ον изобилующий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπεράφθονος — η, ο, Ν πάρα πολύ άφθονος, υπερεπαρκής. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + άφθονος. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
υπεράφθονος — η, ο ο υπερβολικά άφθονος: Υπεράφθονα πλούτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπεραφθονία — η, Ν [υπεράφθονος] μεγάλη αφθονία, υπερεπάρκεια … Dictionary of Greek